παπῡροφάγος

παπῡροφάγος
παπῡρο-φάγος, Papyrus essend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παπυροφάγος — ον, Α αυτός που τρώγει ρίζες τού φυτού πάπυρος («ἐπεὶ παπυροφάγοι οἱ Αἰγύπτιοι», Σχόλ. στον Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • παπυροφάγοι — παπυροφάγος eating the root of papyrus masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”